- παρασαλεύω
- ΜΑ1. διασείω, κουνώ μέχρι τα θεμέλια, υποσκάπτω2. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω, υπονομεύω («παρασαλεύω νόμους παλαιούς», Φιλ.)(μον.) παθ. παρασαλεύομαισείομαι από τα θεμέλια, διασείομαιαρχ.διαταράσσω, διακόπτω, ματαιώνω συμφωνία.
Dictionary of Greek. 2013.